Το κυβερνητικό σχέδιο για τις ιχθυοκαλλιέργειες οδηγεί στην καταστροφή ένα από τα πιο ευαίσθητα οικοσυστήματα της χώρας, ενώ η δημόσια διαβούλευση είναι εντελώς προσχηματική, αφού το κοινό πρέπει να μελετήσει σε 30 μέρες ενδελεχή επιστημονική τεκμηρίωση 900 σελίδων. Αναλυτικά το δημοσίευμα της «Εφημερίδας των Συντακτών» για τον καθορισμό Περιοχής Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ) στον Αμβρακικό κόλπο:
Mε ακόμη μία προσχηματική διαβούλευση, το υπουργείο Περιβάλλοντος έδωσε σε δημόσιο σχολιασμό τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για τον καθορισμό Περιοχής Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ) στον Αμβρακικό κόλπο. Στο κοινό δόθηκαν μόλις 30 ημέρες για να εξετάσει πάνω από 900 σελίδες εκτενούς επιστημονικής τεκμηρίωσης.
Γίνεται προφανές ότι δεν πρόκειται για ουσιαστική αλλά για ανεπαρκή δημόσια διαβούλευση, ένα τέχνασμα για να φιμωθούν οι αντιδράσεις, καθώς παραβιάζεται εμφανώς η Σύμβαση του Ααρχους που θέτει τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την αποτελεσματική εφαρμογή του δικαιώματος πρόσβασης των πολιτών στην περιβαλλοντική πληροφορία και δικαιοσύνη.
Ειδική Ζώνη
Το σχέδιο για τις ιχθυοκαλλιέργειες στον Αμβρακικό θα καταστρέψει ένα από τα πιο ευαίσθητα οικοσυστήματα της χώρας μας, καθώς ο κόλπος συνθέτει ένα εξαιρετικά ποικιλόμορφο μωσαϊκό λιμνοθαλασσών αλλά και τοπίων: θαλάσσια και ποτάμια συστήματα, παρόχθια δάση, αλμυρόβαλτοι, καλαμιώνες, ασβεστολιθικοί λόφοι και 20 λιμνοθάλασσες που καταλαμβάνουν περίπου το 17% της έκτασης του Αμβρακικού.
Οι λιμνοθάλασσες έχουν ζωτική σημασία για την περιοχή, καθώς αποτελούν φυσικά ιχθυοτροφεία και χαρακτηρίζονται ως περιοχές μεγάλου φυσικού κάλλους. Πέραν όμως των λιμνοθαλασσών, και η ευρύτερη περιοχή παρουσιάζει μια μοναδική χλωρίδα και πανίδα.
Ετσι, ο Αμβρακικός αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα οικοσυστήματα στην Ελλάδα, με ιδιαίτερη οικολογική αξία τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η βόρεια πλευρά του αποτελεί μέρος του Δικτύου Ramsar από το 1975, ενώ πολλά αναπτυξιακά έργα τη δεκαετία του 1980 επηρέασαν τον οικολογικό χαρακτήρα του υγρότοπου.
Το 2008 ιδρύθηκε το Εθνικό Πάρκο Υγροτόπων Αμβρακικού και έκτοτε ο κόλπος και οι υγρότοποι επικυρώθηκαν ως Τόπος Κοινοτικής Σημασίας, ενώ οι λιμνοθάλασσες της βόρειας ακτής χαρακτηρίστηκαν ως Ειδική Ζώνη Διατήρησης για τα Πουλιά. Επιπλέον, ο Αμβρακικός έχει οριοθετηθεί ως Σημαντική Περιοχή για Πουλιά, ως Σημαντική Περιοχή για Θαλάσσια Θηλαστικά και, πιο πρόσφατα, ως Σημαντική Περιοχή για Καρχαρίες και Σαλάχια.
Η ρύπανση
«Ο πολύτιμος Αμβρακικός κόλπος -προστατευόμενη περιοχή Natura 2000, υγρότοπος, κρίσιμος βιότοπος για πάνω από 290 είδη πουλιών και σπίτι για το απειλούμενο από εξαφάνιση είδος ρινοδέλφινων- αντιμετωπίζει μια μαζική επέκταση βιομηχανικών ιχθυοκαλλιεργειών, με στόχο την παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού, σε κλίμακα μεγαλύτερη από αυτήν ολόκληρης της Γαλλίας!
Και μάλιστα μέσα σε έναν σχεδόν κλειστό κόλπο, όπου δεν θα έπρεπε καν να υπάρχουν ιχθυοκαλλιέργειες!» επισημαίνει η Ακταία, το Πανελλήνιο Δίκτυο για την Προστασία του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος από τις Βιομηχανικές Ιχθυοκαλλιέργειες. Υπενθυμίζει δε ότι οι βιομηχανικές ιχθυοκαλλιέργειες σε αυτή την κλίμακα σημαίνουν ρύπανση των υδάτων και χημική μόλυνση, καταστροφή κρίσιμων οικοτόπων και απειλή για τις τοπικές αλιευτικές κοινότητες. Παράλληλα, απαιτεί ουσιαστική περίοδο για τη διαβούλευση (που λήγει στις 5 Νοεμβρίου), τουλάχιστον 90 έως 120 ημερών.
Υπενθυμίζεται ότι για την προστασία του Αμβρακικού επτά φορείς ένωσαν τις δυνάμεις τους δημιουργώντας τη «Συμμαχία για τον Αμβρακικό», ο οποίος ήδη απειλείται από άλλες δραστηριότητες («Επτά φορείς, μια γροθιά για το καλό του Αμβρακικού», «Εφ.Συν.», 23/1/2024).
Οι ιχθυοκαλλιέργειες έχουν μικρή συνεισφορά στην εθνική οικονομία
Μελέτη του Πανεπιστημίου Πειραιά δείχνει πως, παρά την αλματώδη αύξηση της παραγωγής τα τελευταία χρόνια, ο κλάδος έχει μηδαμινό αποτύπωμα στο ΑΕΠ, δεν προσφέρει νέες θέσεις εργασίας, λαμβάνει μεγάλες επιδοτήσεις και προκαλεί σοβαρά κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα
Οι ιχθυοκαλλιέργειες στην Ελλάδα έχουν μικρή συνεισφορά στο ΑΕΠ, λαμβάνουν μεγάλες επιδοτήσεις και προκαλούν σοβαρά κοινωνικά και περιβαλλοντικά ζητήματα. Σε αυτά τα συμπεράσματα καταλήγει νέα επιστημονική μελέτη του Πανεπιστημίου Πειραιά. Η μελέτη βασίζεται σε αναλυτικό οικονομετρικό μοντέλο εισροών-εκροών και αξιοποιεί δεδομένα για την απασχόληση, τις εμπορικές ροές, τις επιδοτήσεις, τις εξαγωγές και τις εισαγωγές. Πρόκειται για την πρώτη ολοκληρωμένη χαρτογράφηση της οικονομικής διάστασης της ιχθυοκαλλιέργειας στην Ελλάδα, πέρα από τα μέχρι σήμερα μονόπλευρα στοιχεία του λόμπι των ιχθυοκαλλιεργειών.
Παρά την εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγής (31% την περίοδο 2015-2023), ο κλάδος παραμένει εξαιρετικά χαμηλής συνεισφοράς στην εθνική οικονομία (0,35% του ΑΕΠ το 2023), χωρίς να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας για περισσότερα από 21 χρόνια. Παράλληλα, έχει λάβει κρατικές και ευρωπαϊκές επιδοτήσεις που ξεπερνούν τα 250 εκατ. ευρώ από το 2014 μέχρι το 2027, ενώ η απασχόληση στον κλάδο έχει σημειώσει μείωση από 4.146 θέσεις το 2002 σε 4.099 θέσεις το 2023 (μόλις το 0,1% του εργατικού δυναμικού της χώρας).
Βάσει των μοντέλων πρόβλεψης απασχόλησης, η ιχθυοκαλλιέργεια υπόσχεται 18 νέες θέσεις εργασίας για κάθε 1 εκατ. ευρώ επιπλέον ζήτησης – λιγότερες από τον εθνικό μέσο όρο (22) και πολύ λιγότερες από τον τουρισμό (25,8). Στην πράξη, η εικόνα είναι δραματική: τα τελευταία 22 χρόνια δεν έχει δημιουργηθεί ούτε μία νέα θέση εργασίας, παρά τις εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ σε επιδοτήσεις και τα αυξημένα έσοδα.
Στη μελέτη αναφέρεται ότι πάνω από τα 2/3 των ενοικίων που οφείλονται κάθε χρόνο στο Δημόσιο για τις εκτάσεις που καταλαμβάνουν παραμένουν ανείσπρακτα, αποκαλύπτοντας χρόνιες παθογένειες στη διαχείριση. Ο κλάδος εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από δύο είδη (τσιπούρα και λαβράκι) τα οποία αντιστοιχούν σε 85% της αξίας παραγωγής, γεγονός που τον καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτο σε ασθένειες και διακυμάνσεις της αγοράς.
Η Avramar, η μεγαλύτερη εταιρεία του κλάδου, βρίσκεται σε οικονομικό αδιέξοδο, με τεράστια χρέη, κρατικές ενισχύσεις διάσωσης και κινητοποιήσεις εργαζομένων για μη αυξήσεις μισθών τα τελευταία 15 χρόνια. Η δε αύξηση της παραγωγής κατά 31% (2015-2023) δεν μεταφράστηκε σε ουσιαστικά οφέλη για την περιφερειακή ανάπτυξη. «Η επιμονή σε μεγάλες επενδύσεις σε έναν τομέα που έχει υποαποδώσει για δύο δεκαετίες δεν είναι απλώς αναποτελεσματική – είναι κατάχρηση δημόσιας εμπιστοσύνης και πόρων», τονίζεται στη μελέτη.
● Η μελέτη «Economic Impacts of Greek Finfish Aquaculture» εκπονήθηκε από ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Πειραιώς υπό την καθοδήγηση της δρος Γεωργίας Ζούνη και του δρος Τριαντάφυλλου Πνευματικού.
Πηγή: Karvasaras.gr | Συντάκτης: Μπάμπης Τσιρώνης
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη του energy942.gr (φωτογραφίες από διαδίκτυο).


























