Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί βασικό εργαλείο για τη στήριξη των αγροτών, την εξασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας και τη διατήρηση της ποιότητας ζωής στις αγροτικές περιοχές. Παράλληλα, η ΚΑΠ καλείται να αντιμετωπίσει τις περιβαλλοντικές και κλιματικές προκλήσεις που πλήττουν την ήπειρο, από την κλιματική αλλαγή και την υποβάθμιση των εδαφών έως την απώλεια βιοποικιλότητας. Ωστόσο, μια σειρά από πρόσφατες αναλύσεις και προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δημοσιεύονται στον διεθνή Τύπο (σ.σ. agroportal.pt), υποδεικνύουν ότι η «πράσινη» φιλοδοξία της πολιτικής αυτής βρίσκεται υπό πίεση, με τον πραγματικό αντίκτυπο των μέτρων να είναι πιθανώς περιορισμένος.
Οι στόχοι της ΚΑΠ και η πράσινη ατζέντα
Σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής για την ΚΑΠ 2028-2034, τα κονδύλια της αγροτικής πολιτικής εντάσσονται στον ευρύτερο προϋπολογισμό του νέου Εθνικού και Περιφερειακού Εταιρικού Ταμείου (NRPF) –του διαδόχου, δηλαδή, των ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ–, που έχει υιοθετήσει την προσέγγιση «performance-based budgeting»: Oι δαπάνες πρέπει να δικαιολογούνται σε σχέση με συγκεκριμένους στόχους.
Οι πέντε βασικοί στόχοι του NRPF αφορούν την προώθηση της βιώσιμης ευημερίας, της κοινωνικής συνοχής, της άμυνας, της ποιότητας ζωής και των θεμελιωδών αξιών της Ένωσης. Η αγροτική πολιτική εντάσσεται στον στόχο της διατήρησης της ποιότητας ζωής, με πέντε επιμέρους στόχους που καλύπτουν εισοδηματική στήριξη, επισιτιστική ασφάλεια, ανανέωση γενεών, προσαρμογή στις κρίσεις και πράσινη μετάβαση. Στο επίκεντρο βρίσκονται η βιώσιμη γεωργία, η διαχείριση δασών, η προστασία υδάτων και εδαφών, η βιοποικιλότητα και η ευζωία των ζώων.
Η Επιτροπή, με την εισαγωγή του νέου συστήματος «farm stewardship», αντικαθιστά τα προηγούμενα πρότυπα για την Καλή Γεωργική και Περιβαλλοντική Κατάσταση (GAECs) με ένα πιο γενικό πλαίσιο προστατευτικών πρακτικών. Οι πρακτικές αυτές στοχεύουν στην προστασία εδαφών πλούσιων σε άνθρακα, μόνιμων βοσκότοπων, στην αποτροπή διάβρωσης, στη διατήρηση της οργανικής ουσίας και στην προστασία των υδάτινων πόρων. Ωστόσο, η γενικότητα των απαιτήσεων και η ευρεία διακριτική ευχέρεια που δίνεται στα κράτη-μέλη, όπως επισημαίνουν αναλυτές, μειώνει την αυστηρότητα των μέτρων και αμφισβητεί τη συμμόρφωση με την αρχή «μη πρόκλησης σημαντικής βλάβης» στο περιβάλλον.
Οι οικονομικές προκλήσεις και η θέση των AECAs
Οι Αγροπεριβαλλοντικές και Κλιματικές Δράσεις (AECAs), που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της συγχώνευσης των Οικολογικών Σχημάτων (Eco-Schemes) και των Αγροπεριβαλλοντικών και Κλιματικών Μέτρων (AECMs), υποχρεώνουν τα κράτη-μέλη να συμμετέχουν με τουλάχιστον 30% εθνική συνεισφορά, κάτι που καθιστά τη χρηματοδότηση λιγότερο ελκυστική. Ωστόσο, δεν υπάρχει δέσμευση για ελάχιστο ύψος δαπανών στον προϋπολογισμό, σε αντίθεση με την τρέχουσα ΚΑΠ, στην οποία τουλάχιστον το 25% του Πυλώνα 1 και το 35% του Πυλώνα 2 προορίζονται για περιβαλλοντικές δράσεις. Η απουσία αυτών των δεσμεύσεων, σε συνδυασμό με την πίεση να κατευθυνθούν πόροι σε άμεσες ενισχύσεις και άλλες υποχρεωτικές δαπάνες, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των σχετικών δαπανών για περιβαλλοντικές δράσεις, παρά την επίσημη φιλοδοξία για πράσινη μετάβαση.
Υπάρχουν, ωστόσο, πιθανοί μηχανισμοί για αντιστάθμιση: Η εφαρμογή του μέτρου για την επιβολή ανώτατων ορίων στις άμεσες ενισχύσεις και την προοδευτική μείωση των ενισχύσεων («Capping and degressivity of payments») μπορεί να απελευθερώσει πόρους για τις AECAs, αλλά η χρήση τους δεν είναι υποχρεωτική και τα οφέλη διαφέρουν ανά χώρα.
Επιπλέον, οι διαδικασίες έγκρισης των Εθνικών και Περιφερειακών Σχεδίων (NRP Plans) από την Επιτροπή προσφέρουν θεωρητικά δυνατότητα να πιεστούν τα κράτη-μέλη να ενισχύσουν τη δαπάνη σε περιβαλλοντικά μέτρα. Παράλληλα, οι νομοθετικές υποχρεώσεις των κρατών-μελών (π.χ. Οδηγία Πλαίσιο για τα Νερά, Κανονισμός Effort Sharing, Κανονισμός LULUCF) δημιουργούν πρόσθετα κίνητρα για την ενίσχυση περιβαλλοντικών δράσεων μέσω της ΚΑΠ.
«Farm stewardship» και περιβαλλοντική αποτελεσματικότητα
Όπως αναφέρθηκε, η εφαρμογή του «farm stewardship» αντικαθιστά τις προηγούμενες υποχρεώσεις συμμόρφωσης με τα GAECs και την κοινωνική αιρεσιµότητα («social conditionality») με πιο γενικές προστατευτικές πρακτικές. Οι επιθεωρήσεις και οι ποινές για μη συμμόρφωση απλοποιούνται και ισχύουν μόνο για εκμεταλλεύσεις άνω των 100 στρεμμάτων, μειώνοντας τη δυνατότητα ελέγχου. Παράλληλα, η σύνδεση των ενισχύσεων με τις πραγματικές περιβαλλοντικές επιδόσεις γίνεται λιγότερο αυστηρή.
Η νέα ρύθμιση εισάγει, επίσης, την έννοια «transition action plans», όπου οι αγρότες μπορούν να λαμβάνουν υποστήριξη για τη μετάβαση σε πιο βιώσιμα συστήματα παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων της μετατροπής σε βιολογική γεωργία ή της εκτατικοποίησης της ζωικής παραγωγής. Παρότι αυτή η καινοτομία ενθαρρύνει ολιστική προσέγγιση και όχι μόνο υποστήριξη μεμονωμένων πρακτικών, η πρόσβαση σε εκπαίδευση και τεχνογνωσία, που υπήρχε στην τρέχουσα ΚΑΠ, έχει αφαιρεθεί, περιορίζοντας την αποτελεσματικότητα.
Οι περιορισμοί των πόρων και οι πιέσεις στον προϋπολογισμό
Η χρηματοδότηση των περιβαλλοντικών και κλιματικών μέτρων βρίσκεται υπό πίεση από πολλούς παράγοντες:
- Μείωση του συνολικού προϋπολογισμού της ΚΑΠ, ειδικά αν η Επιτροπή μειώσει τη δαπάνη στο επόμενο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ).
- Αύξηση των υποχρεωτικών δαπανών για άμεσες ενισχύσεις, συνδεδεμένες ενισχύσεις, περιοχές με φυσικούς περιορισμούς, επενδυτικά μέτρα και συμμετοχή σε εργαλεία διαχείρισης κινδύνου.
- Απουσία δέσμευσης για ελάχιστο ύψος δαπανών για AECAs, σε αντίθεση με την τρέχουσα ΚΑΠ, και αυξημένη εθνική συνεισφορά για τα μέτρα αυτά.
Αν και η λεγόμενη «ενσωμάτωση της κλιματικής πολιτικής» («Climate mainstreaming») ορίζει ότι το 43% του NRPF πρέπει να συνδέεται με περιβαλλοντικούς και κλιματικούς στόχους, αυτό εφαρμόζεται στο συνολικό Ταμείο (σ.σ. NRPF) και όχι αποκλειστικά στην ΚΑΠ, πράγμα που μειώνει την εγγύηση για ενίσχυση των AECAs.
Προκλήσεις
Παρά την προβολή υψηλών στόχων για την ΚΑΠ, η πρακτική εφαρμογή της φαίνεται να υπονομεύει την περιβαλλοντική και κλιματική φιλοδοξία. Η ευελιξία που δίνεται στα κράτη-μέλη, η γενικότητα των προστατευτικών πρακτικών, η απουσία δέσμευσης για ελάχιστο ύψος δαπανών στον προϋπολογισμό και η αυξημένη εθνική συνεισφορά για AECAs δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου η πράσινη μετάβαση βασίζεται αποκλειστικά στη βούληση και τους πόρους των κρατών-μελών.
Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι, χωρίς σημαντικές αλλαγές, η επόμενη ΚΑΠ δεν θα καταφέρει να αυξήσει ουσιαστικά την περιβαλλοντική και κλιματική συνεισφορά των αγροτικών πρακτικών. Η υποστήριξη μέσω των AECAs κινδυνεύει να μειωθεί τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς όρους, παρά την επίσημη φιλοδοξία για βιώσιμη γεωργία, προστασία της βιοποικιλότητας και των φυσικών πόρων, καθώς και μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Η επιτυχία της ΚΑΠ στον πράσινο μετασχηματισμό θα εξαρτηθεί, τελικά, από τον συνδυασμό διαθέσιμων πόρων, ισχυρών δεσμεύσεων και εφαρμογής σαφών δεικτών παρακολούθησης, κάτι που, προς το παρόν, φαίνεται αμφίβολο. Η πρόκληση για τα κράτη-μέλη και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι να μετατρέψουν την ευελιξία σε ουσιαστικά μέτρα που θα επιφέρουν ορατά περιβαλλοντικά αποτελέσματα, χωρίς να υπονομεύεται η αγροτική οικονομία.
Πηγή: ypaithros.gr | Συντάκτης: Διαμαντόπουλος Χρήστος
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη του energy942.gr (φωτογραφίες από διαδίκτυο).