Σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα έχουν δείξει ότι συγκεκριμένα σημεία του εγκεφάλου μας, τα οποία συνδέονται με τη μνήμη, είναι τα τελευταία που επηρεάζονται από τη σταδιακή νέκρωση του εν λόγω οργάνου όταν πεθαίνουμε. Με άλλα λόγια, η ζωή μας ίσως «περνάει» όντως μπροστά από τα μάτια μας, όπως είθισται να λέγεται.
Με όπλο τον φακό και το μοντάζ, η ταινία του Ταρκόφσκι μάς αιχμαλωτίζει σε αυτήν τη μετέωρη και συνάμα μεταβατική κατάσταση του αυτοαναφορικού υποκειμένου της, καταλύοντας την αντικειμενική αίσθηση του χρόνου, σαν ένα τελευταίο «παραλήρημα», όπου ο χρόνος επί της ουσίας δεν υφίσταται για τον πρωταγωνιστή. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την έννοια του χώρου, καθώς μεταπηδούμε από τη μία ανάμνηση στην άλλη, με τρόπο που όλες μπλέκονται μεταξύ τους, σαν ένα «κουβάρι», αλλά και με τη θολή διάκριση μεταξύ των προσώπων.
Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η μητέρα και η σύζυγος του αφηγητή, Αλεξέι, ερμηνεύονται από την ίδια ηθοποιό, μπορεί να προδίδει τη σύγχυση στην οποία βρίσκεται το άτομο που τις ανακαλεί στη μνήμη του, ή να λειτουργεί ως μια υπονόηση του οιδιπόδειου συμπλέγματος, μέσα από το οποίο ένας άνδρας ψάχνει να βρει τη μητέρα του στη σύζυγό του. Το υποσυνείδητο επίπεδο του νου υπαγορεύει τις ονειρικές, σουρεαλιστικών προεκτάσεων σεκάνς, που παρακολουθούνται από την οπτική γωνία του αφηγητή.
Ενδεικτικά, μία από τις παιδικές αναμνήσεις που φαίνεται ότι έχουν εντυπωθεί βαθιά στο μυαλό του πρωταγωνιστή είναι η εικόνα του φλεγόμενου αχυρώνα στο πατρικό του σπίτι. Η επιδέξια, κρυπτική οικοδόμηση αυτών των σκηνών-αναμνήσεων σαγηνεύει και ταυτόχρονα καθηλώνει.
Γενικά, η αμφισημία και η αινιγματικότητα του Ταρκόφσκι (σ.σ. εδώ ο Ρώσος σκηνοθέτης παρουσιάζεται πιο εσωστρεφής από ποτέ) αφήνουν ηθελημένα άπλετο χώρο στον θεατή, ώστε να βιώσει το έργο με τον δικό του τρόπο και να το αποκρυπτογραφήσει σύμφωνα με τις δικές του προσλαμβάνουσες και τα δικά του συναισθήματα.
Η ενδοσκοπική διάθεση του δημιουργού
Συνοψίζοντας την περίπτωση του πρωταγωνιστή Αλεξέι, βλέπουμε ότι η ύστατη προσπάθεια του ετοιμοθάνατου οργανισμού του να επιβιώσει, βάζοντας τις μηχανές να δουλεύουν στο «κόκκινο», λίγο προτού εκείνες νεκρώσουν οριστικά και αμετάκλητα, δρομολογεί και την… ύστατη αγκίστρωσή του από τις μνήμες της ζωής του. Αυτή η διαδικασία φέρνει στο προσκήνιο, ως αντικατοπτρισμό της, την –επίσης– ύστατη προσπάθεια του δημιουργού Ταρκόφσκι να αποκτήσει επίγνωση του τι υποβόσκει μέσα του. Ο ίδιος επιθυμεί να φωτίσει όσο το δυνατό περισσότερες αθέατες πλευρές του υποσυνείδητου, ούτως ώστε να διεισδύσει στα μύχια της ψυχής του και να εκμαιεύσει την εσωτερική του αλήθεια.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Ρώσος σκηνοθέτης είχε γράψει στο ημερολόγιό του ότι «Ο Καθρέφτης» επιβεβαίωσε για εκείνον τη «σημασία του προσωπικά βιωμένου συναισθήματος» και της «προσωπικής αλήθειας» του δημιουργού, τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη δημιουργία κινηματογράφου που είναι ικανός να πείσει το κοινό. Ο χρόνος τον επιβεβαίωσε… και με το παραπάνω.
Έχοντας συμπληρώσει μισό αιώνα από την πρώτη προβολή του στις αίθουσες, το κλασικό ημι-αυτοβιογραφικό έργο επανακυκλοφορεί στο αθηναϊκό θερινό σινεμά Ριβιέρα (σ.σ. Σάββατο 30 Αυγούστου, ώρα 20.30), σε αποκατεστημένη κόπια από το θρυλικό στούντιο Mosfilm, στο πλαίσιο αφιερώματος στον μεγάλο Ρώσο σκηνοθέτη.
Πηγή: ypaithros.gr | Συντάκτης: Γαργαλάκος Νίκος
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα αφαιρέσουμε. Τα άρθρα που δημοσιεύονται εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με την άποψη του energy942.gr (φωτογραφίες από διαδίκτυο).